λαθροβίωση

λαθροβίωση
η [λαθροβιώ]
1. ο τρόπος ζωής τού λαθρόθιου
2. βιολ. η κατάσταση λανθάνουσας ζωής που παρατηρείται κατά την εγκύστωση τών κατώτερων οργανισμών και κατά την οποία οι φυσιολογικές λειτουργίες μειώνονται στο ελάχιστο, εξαιτίας δυσμενών συνθηκών διαβιώσεως.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παραβίωση — Αντίδραση φάσης του ζωντανού ιστού σε ερέθισμα ορισμένης διάρκειας και ισχύος, με το οποίο καταστέλλονται παροδικά η ερεθιστικότητα, η αγωγιμότητα και οι φυσιολογικές διεργασίες διέγερσης του ιστού. Το φαινόμενο της π. επιδείχθηκε το 1901 από τον …   Dictionary of Greek

  • εύρυγροι οργανισμοί — Οργανισμοί που αντέχουν μεγάλες μεταβολές της υγρασίας στο περιβάλλον τους. Η ποικιλία τους είναι μικρή, γιατί όλοι οι οργανισμοί έχουν με τον καιρό προσαρμοστεί σε ξηρό ή υγρό περιβάλλον (στένυγροι, ξηρόφιλοιυδρόφιλοι). Εξαίρεση αποτελούν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”