- λαθροβίωση
- η [λαθροβιώ]1. ο τρόπος ζωής τού λαθρόθιου2. βιολ. η κατάσταση λανθάνουσας ζωής που παρατηρείται κατά την εγκύστωση τών κατώτερων οργανισμών και κατά την οποία οι φυσιολογικές λειτουργίες μειώνονται στο ελάχιστο, εξαιτίας δυσμενών συνθηκών διαβιώσεως.
Dictionary of Greek. 2013.